- αιολόστομος
- αἰολόστομος, -ον (Α)(για χρησμούς) ασαφής, αόριστος, διφορούμενος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + στόμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰολοστόμους — αἰολόστομος shifting in speech masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
αρτίστομος — ἀρτίστομος, ον (Α) 1. αυτός που μιλάει σε καλό ιδίωμα, με ακρίβεια 2. αυτός που έχει καλό στόμα ή άνοιγμα 3. (για βέλη) ομοιόμορφα αιχμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + στομος < στόμα (πρβλ. αιολόστομος, αμφίστομος)] … Dictionary of Greek